- σκοροδόπρασον
- σκοροδό-πρᾰσον, τό,A garlic-leek, Allium descendens, Dsc.2.153, in form σκορδ-.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκοροδόπρασον — garlic leek neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοροδόπρασον — τὸ, Α βλ. σκορδόπρασον … Dictionary of Greek
σκορδόπρασο — το / σκορδόπρασον, ΝΑ, και σκοροδόπρασον Α είδος σκόρδου … Dictionary of Greek